Βολβῶν

Βολβῶν
Βόλβη
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βολβῶν — βόλβα vulva fem gen pl βολβός purse tassels masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τουρνέ — (Tournai). Πόλη (67.669 κάτ.) στο Βέλγιο. Πρόκειται για την αρχαία πόλη Τούρνακουμ, της βελγικής επαρχίας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η πόλη κυριεύτηκε το 431 από τους Γάλλους και έγινε πρωτεύουσα των πρώτων μεροβιγκιανών βασιλιάδων. Συστηματικές …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • ερμπάριο — Συλλογή αποξηραμένων φυτών που διατηρούνται πάνω σε φύλλα χαρτιού. Αν και ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη herba (= πόα, χλόη), στα ε. υπάρχουν και ξυλώδη φυτά. Επάνω στα φύλλα χαρτιού στερεώνονται μικροί βλαστοί, φύλλα, άνθη… …   Dictionary of Greek

  • ζουμπούλι — Βολβόρριζη μονοκοτυλήδονη πόα της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιδών. Η επιστημονική ονομασία της είναι υάκινθος ο ανατολικός (hayacinthus orientalis). Προέρχεται από τη Μικρά Ασία και έχει διαδοθεί σε πολλές χώρες ως καλλωπιστικό φυτό, είτε για …   Dictionary of Greek

  • κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… …   Dictionary of Greek

  • κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • μανταφούνι — το 1. μικρό αγκυλωτό και οξύ εργαλείο με το οποίο ανοίγονται οπές στο έδαφος για μεταφύτευση φυντανιών από φυτώριο ή για φύτευση βολβών ή σπόρων, ιδίως οσπρίων 2. ναυτ. στον πληθ. τα μανταφούνια λεπτά σχοινιά ραμμένα πάνω στα μεγάλα πανιά… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμοκινητικός — ή, ό 1. (ανατ. φυσιολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κίνηση τών ματιών 2. φρ. «οφθαλμοκινητικό σύστημα» οι ανατομικοί σχηματισμοί τού οφθαλμού οι οποίοι παρεμβαίνουν στις κινήσεις τών οφθαλμικών βολβών καθώς και στις μεταβολές τής διαμέτρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”